1. Λέξη
    χωρώ (ρήμα) - (παρόμοια: χωράω - χωριό)
  2. Συνώνυμα
    • περιέχω
    • αποθηκεύω
    • δέχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλείω
    • απορρίπτω
    • εξωθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω την ικανότητα να περιέχω κάτι ή κάποιον.
    • Να δέχομαι ή να ανέχομαι κάτι ή κάποιον.
    • Να έχω αρκετό χώρο για κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτό το δοχείο χωράει δύο λίτρα νερό.
    • Δεν χωράει άλλο φαγητό στο ψυγείο.
    • Η αίθουσα χωράει εκατό άτομα.
    3