1. Λέξη
    χώσουν (ρήμα) - (παρόμοια: χώνουν - δώσουν)
  2. Συνώνυμα
    • βάλουν
    • τοποθετήσουν
    • εισάγουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • βγάλουν
    • αφαιρέσουν
    • απομακρύνουν
    3
  4. Ορισμός
    • να τοποθετήσουν κάτι μέσα σε κάτι άλλο
    • να εισάγουν κάτι σε έναν χώρο
    • να πιέσουν κάτι για να μπει σε ένα στενό χώρο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να χώσουν τα ρούπα στη ντουλάπα.
    • Οι εργάτες χώσαν τις πέτρες στο φορτηγό.
    • Δεν μπορώ να χώσω άλλο φαγητό, είμαι γεμάτος.
    3