Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χώνουν (ρήμα) - (παρόμοια:
χώσουν
-
χώνομαι
)
Συνώνυμα
μπάζω
σπρώχνω
εμβολίζω
3
Αντώνυμα
βγάζω
αφαιρώ
ξεχώνω
3
Ορισμός
Εισάγω με δύναμη κάτι σε ένα στενό χώρο.
Σπρώχνω κάτι ή κάποιον με απότομο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Χώνει τα ρούχα στη βαλίτσα με δύναμη.
Τον χώνει στο πλήθος για να περάσει γρήγορα.
2