1. Λέξη
    χώνουν (ρήμα) - (παρόμοια: χώσουν - χώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • μπάζω
    • σπρώχνω
    • εμβολίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βγάζω
    • αφαιρώ
    • ξεχώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εισάγω με δύναμη κάτι σε ένα στενό χώρο.
    • Σπρώχνω κάτι ή κάποιον με απότομο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χώνει τα ρούχα στη βαλίτσα με δύναμη.
    • Τον χώνει στο πλήθος για να περάσει γρήγορα.
    2