Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψήνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αφήνομαι
-
συστήνομαι
)
Συνώνυμα
ψήνω
μαγειρεύω
ετοιμάζω
3
Αντώνυμα
κρυώνω
ψύχω
2
Ορισμός
Θερμαίνομαι σε υψηλή θερμοκρασία, συνήθως για μαγείρεμα.
Βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης θέρμανσης.
Μεταφορικά, βρίσκομαι σε κατάσταση έντασης ή πίεσης.
3
Παραδείγματα
Το κρέας ψήνεται στον φούρνο.
Ο ήλιος κάνει τον ασφαλτικό δρόμο να ψήνεται.
Ο προπονητής μας ψήνεται πριν τον τελικό αγώνα.
3