1. Λέξη
    ψήνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αφήνομαι - συστήνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ψήνω
    • μαγειρεύω
    • ετοιμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρυώνω
    • ψύχω
    2
  4. Ορισμός
    • Θερμαίνομαι σε υψηλή θερμοκρασία, συνήθως για μαγείρεμα.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης θέρμανσης.
    • Μεταφορικά, βρίσκομαι σε κατάσταση έντασης ή πίεσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κρέας ψήνεται στον φούρνο.
    • Ο ήλιος κάνει τον ασφαλτικό δρόμο να ψήνεται.
    • Ο προπονητής μας ψήνεται πριν τον τελικό αγώνα.
    3