Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφήνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ψήνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
αμύνομαι
-
αφήνω
-
αυξάνομαι
-
αγχώνομαι
-
απλώνομαι
-
αθωώνομαι
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπομαι
παραμερίζομαι
αμελώμαι
3
Αντώνυμα
φροντίζομαι
επιμελούμαι
προσεγγίζομαι
3
Ορισμός
Να μην δίνεται η απαραίτητη προσοχή ή φροντίδα σε κάποιον ή κάτι.
Να αφήνεται κάποιος ή κάτι χωρίς επίβλεψη ή φροντίδα.
2
Παραδείγματα
Το παιδί αφήνεται μόνο του στο σπίτι.
Ο κήπος αφήνεται και γίνεται άγριος.
2