Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψήσιμο (επίθετο) - (παρόμοια:
στήσιμο
)
Συνώνυμα
μαγειρεμένο
ετοιμασμένο
ψημένο
3
Αντώνυμα
ωμό
αψήφιστο
αμαγείρευτο
3
Ορισμός
Έχει υποστεί θερμική επεξεργασία για να είναι έτοιμο προς κατανάλωση.
Αναφέρεται σε τρόφιμα που έχουν μαγειρευτεί ή ψηθεί.
2
Παραδείγματα
Το ψήσιμο κρέας ήταν πολύ νόστιμο.
Προτιμώ τα ψήσιμα λαχανικά από τα ωμά.
2