1. Λέξη
    στήσιμο (επίθετο) - (παρόμοια: στήσω - στήση - ψήσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • σταθερό
    • στερεό
    • ανθεκτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασταθές
    • απρόσκοπτο
    • αβέβαιο
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να σταθεί ή να διατηρηθεί σε σταθερή θέση.
    • Που είναι ικανό να αντισταθεί σε εξωτερικές δυνάμεις χωρίς να πέσει ή να καταρρεύσει.
    • Που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και αξιοπιστία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το τραπέζι είναι πολύ στήσιμο και δεν κουνιέται καθόλου.
    • Μια στήσιμη δομή είναι απαραίτητη για την ασφάλεια του κτιρίου.
    • Οι απόψεις του ήταν στήσιμες και καλά τεκμηριωμένες.
    3