Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στήσιμο (επίθετο) - (παρόμοια:
στήσω
-
στήση
-
ψήσιμο
)
Συνώνυμα
σταθερό
στερεό
ανθεκτικό
3
Αντώνυμα
ασταθές
απρόσκοπτο
αβέβαιο
3
Ορισμός
Που μπορεί να σταθεί ή να διατηρηθεί σε σταθερή θέση.
Που είναι ικανό να αντισταθεί σε εξωτερικές δυνάμεις χωρίς να πέσει ή να καταρρεύσει.
Που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και αξιοπιστία.
3
Παραδείγματα
Το τραπέζι είναι πολύ στήσιμο και δεν κουνιέται καθόλου.
Μια στήσιμη δομή είναι απαραίτητη για την ασφάλεια του κτιρίου.
Οι απόψεις του ήταν στήσιμες και καλά τεκμηριωμένες.
3