Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψηλά (επίρρημα) - (παρόμοια:
ψηλός
)
Συνώνυμα
υψηλά
ανάγλυφα
2
Αντώνυμα
χαμηλά
κάτω
2
Ορισμός
Σε μεγάλο ύψος ή σε υψηλό επίπεδο.
Με τρόπο που δείχνει μεγάλη ένταση ή έμφαση.
2
Παραδείγματα
Το αεροπλάνο πετάει ψηλά στον ουρανό.
Οι φωνές τους ακούγονταν ψηλά από την απόσταση.
2