1. Λέξη
    ψηλά (επίρρημα) - (παρόμοια: ψηλός)
  2. Συνώνυμα
    • υψηλά
    • ανάγλυφα
    2
  3. Αντώνυμα
    • χαμηλά
    • κάτω
    2
  4. Ορισμός
    • Σε μεγάλο ύψος ή σε υψηλό επίπεδο.
    • Με τρόπο που δείχνει μεγάλη ένταση ή έμφαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αεροπλάνο πετάει ψηλά στον ουρανό.
    • Οι φωνές τους ακούγονταν ψηλά από την απόσταση.
    2