Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψηλός (επίθετο) - (παρόμοια:
υψηλός
-
ψηλά
)
Συνώνυμα
υψηλός
ανυψωμένος
μεγάλος
3
Αντώνυμα
χαμηλός
κοντός
μικρός
3
Ορισμός
Έχοντας μεγάλο ύψος σε σχέση με κάτι άλλο.
Όχοντας μεγάλη απόσταση από τη βάση μέχρι την κορυφή.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι πολύ ψηλός για την ηλικία του.
Το βουνό αυτό είναι το πιο ψηλό στην περιοχή.
2