1. Λέξη
    ψηλός (επίθετο) - (παρόμοια: υψηλός - ψηλά)
  2. Συνώνυμα
    • υψηλός
    • ανυψωμένος
    • μεγάλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαμηλός
    • κοντός
    • μικρός
    3
  4. Ορισμός
    • Έχοντας μεγάλο ύψος σε σχέση με κάτι άλλο.
    • Όχοντας μεγάλη απόσταση από τη βάση μέχρι την κορυφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι πολύ ψηλός για την ηλικία του.
    • Το βουνό αυτό είναι το πιο ψηλό στην περιοχή.
    2