Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψυχιατρείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ψυχιατρική
-
ιατρείο
-
ψυχιατρικός
)
Συνώνυμα
ψυχιατρική κλινική
ψυχιατρικό νοσοκομείο
ασύληψτο
3
Αντώνυμα
σωματικό νοσοκομείο
γενικό νοσοκομείο
2
Ορισμός
Ιδρυματικό ή ειδικό νοσοκομείο όπου παρέχονται θεραπευτικές υπηρεσίες σε ασθενείς με ψυχικές διαταραχές.
Κλινική ή μονάδα ειδικευμένη στη διάγνωση, θεραπεία και φροντίδα ασθενών με ψυχιατρικές παθήσεις.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο για αρκετούς μήνες.
Το νέο ψυχιατρείο διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο προσωπικό.
2