Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψυχιατρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ψυχιατρική
-
ψυχικός
-
ιατρικός
-
ψυχιατρείο
-
πατρικός
-
ψυχωτικός
-
θεατρικός
-
οδοντιατρικός
)
Συνώνυμα
ψυχολογικός
ψυχοθεραπευτικός
2
Αντώνυμα
σωματικός
σωματολογικός
2
Ορισμός
Σχετικός με την ψυχιατρική, τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών.
Που αναφέρεται ή σχετίζεται με την ψυχική υγεία και τις διαταραχές της.
2
Παραδείγματα
Ο ψυχιατρικός γιατρός συνέστησε μια νέα θεραπεία για τον ασθενή.
Η ψυχιατρική κλινική προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες.
2