Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όρκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
όρος
)
Συνώνυμα
υπόσχεση
διαβεβαίωση
ένορκη δήλωση
3
Αντώνυμα
απιστία
ψευδολογία
αθεσία
3
Ορισμός
Επίσημη δήλωση ή υπόσχεση που γίνεται με όρκο, συνήθως σε νομικό ή θρησκευτικό πλαίσιο.
Η ενέργεια του να ορκίζεται κάποιος, δηλαδή να δίνει τον λόγο του με σοβαρότητα και ευθύνη.
2
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος έδωσε τον όρκο του ενώπιον του κοινοβουλίου.
Ο όρκος του γιατρού είναι να προστατεύει τη ζωή και την υγεία των ασθενών του.
2