Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
όροφος
-
φόρος
-
μόρος
-
όρμος
-
πόρος
-
όρκος
)
Συνώνυμα
βουνό
κορυφή
υψώμα
3
Αντώνυμα
κοιλάδα
πεδιάδα
2
Ορισμός
Μεγάλη υψομετρική ανύψωση του εδάφους, συνήθως με απότομες πλαγιές και σημαντικό υψόμετρο.
Σύμβολο ή έννοια που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως στα μαθηματικά ή στη φιλοσοφία.
2
Παραδείγματα
Ο Όλυμπος είναι ο ψηλότερος όρος στην Ελλάδα.
Στη φιλοσοφία, ο όρος 'δικαιοσύνη' έχει πολλές ερμηνείες.
2