1. Λέξη
    όρμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: όρμη - όρος)
  2. Συνώνυμα
    • λιμάνι
    • αγκυροβόλιο
    • λιμενάκι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτή θάλασσα
    • άνοιγμα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια προστατευμένη περιοχή της θάλασσας κοντά στην ακτή, όπου τα πλοία μπορούν να αγκυροβολήσουν.
    • Ένας φυσικός ή τεχνητός χώρος που προσφέρει ασφάλεια στα πλοία από τους ανέμους και τα κύματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλοίο αγκυροβόλησε στον όρμο για να γλιτώσει από την καταιγίδα.
    • Ο όρμος της πόλης είναι γεμάτος με ψαράδικα και ταβέρνες.
    2