Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όρμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
όρμη
-
όρος
)
Συνώνυμα
λιμάνι
αγκυροβόλιο
λιμενάκι
3
Αντώνυμα
ανοικτή θάλασσα
άνοιγμα
2
Ορισμός
Μια προστατευμένη περιοχή της θάλασσας κοντά στην ακτή, όπου τα πλοία μπορούν να αγκυροβολήσουν.
Ένας φυσικός ή τεχνητός χώρος που προσφέρει ασφάλεια στα πλοία από τους ανέμους και τα κύματα.
2
Παραδείγματα
Το πλοίο αγκυροβόλησε στον όρμο για να γλιτώσει από την καταιγίδα.
Ο όρμος της πόλης είναι γεμάτος με ψαράδικα και ταβέρνες.
2