Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όροφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
όρος
)
Συνώνυμα
επίπεδο
δάπεδο
πλάτωμα
3
Αντώνυμα
υπόγειο
ισόγειο
2
Ορισμός
Το επίπεδο ενός κτιρίου που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο.
Η κατασκευή που αποτελεί το ανώτερο ή κάτω μέρος ενός δωματίου ή κτιρίου.
2
Παραδείγματα
Ο όροφος του σπιτιού έχει υπέροχη θέα.
Το διαμέρισμα βρίσκεται στον τρίτο όροφο.
2