Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
Γερμανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γερμανός
-
γερανός
-
γερμανικός
-
γερμανία
-
γερμανίδα
-
γερός
)
Συνώνυμα
Γερμανίδα
Γερμανίδας
2
Αντώνυμα
Έλληνας
Ιταλός
2
Ορισμός
Άτομο που κατάγεται από τη Γερμανία ή έχει γερμανική υπηκοότητα.
Πρόσωπο που ανήκει στον γερμανικό πολιτισμό ή έχει γερμανική καταγωγή.
2
Παραδείγματα
Ο Γερμανός τουρίστας ρώτησε για οδηγίες προς την Ακρόπολη.
Ο Γερμανός φίλος μου μιλάει άπταιστα ελληνικά.
2