1. Λέξη
    Γερμανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γερμανός - γερανός - γερμανικός - γερμανία - γερμανίδα - γερός)
  2. Συνώνυμα
    • Γερμανίδα
    • Γερμανίδας
    2
  3. Αντώνυμα
    • Έλληνας
    • Ιταλός
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που κατάγεται από τη Γερμανία ή έχει γερμανική υπηκοότητα.
    • Πρόσωπο που ανήκει στον γερμανικό πολιτισμό ή έχει γερμανική καταγωγή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γερμανός τουρίστας ρώτησε για οδηγίες προς την Ακρόπολη.
    • Ο Γερμανός φίλος μου μιλάει άπταιστα ελληνικά.
    2