1. Λέξη
    γερός (επίθετο) - (παρόμοια: γερό - γερανός - Γερμανός - φλογερός - γερμανός)
  2. Συνώνυμα
    • δυνατός
    • ισχυρός
    • υγιής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ασθενής
    • εξασθενημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Όταν κάποιος ή κάτι έχει σωματική δύναμη ή αντοχή.
    • Όταν κάποιος είναι υγιής και σε καλή φυσική κατάσταση.
    • Χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει κάτι σταθερό ή αξιόπιστο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι πολύ γερός για την ηλικία του.
    • Αυτός ο τοίχος είναι γερός και δεν θα πέσει εύκολα.
    • Η γνώμη του ήταν γερή και υποστηρίχθηκε από όλους.
    3