Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γερός (επίθετο) - (παρόμοια:
γερό
-
γερανός
-
Γερμανός
-
φλογερός
-
γερμανός
)
Συνώνυμα
δυνατός
ισχυρός
υγιής
3
Αντώνυμα
αδύναμος
ασθενής
εξασθενημένος
3
Ορισμός
Όταν κάποιος ή κάτι έχει σωματική δύναμη ή αντοχή.
Όταν κάποιος είναι υγιής και σε καλή φυσική κατάσταση.
Χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει κάτι σταθερό ή αξιόπιστο.
3
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι πολύ γερός για την ηλικία του.
Αυτός ο τοίχος είναι γερός και δεν θα πέσει εύκολα.
Η γνώμη του ήταν γερή και υποστηρίχθηκε από όλους.
3