1. Λέξη
    άγρια (επίθετο) - (παρόμοια: άγριος - γρια)
  2. Συνώνυμα
    • αγριεμένος
    • ατίθασος
    • άμετρος
    • βάρβαρος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ήμερος
    • εύκολος
    • πράος
    • μαλακός
    4
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από έντονη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, χωρίς έλεγχο ή πειθαρχία.
    • Που δεν έχει εξημερωθεί ή δεν έχει υποταχθεί σε κανόνες ή συμβάσεις.
    • Που προκαλεί φόβο ή τρόμο λόγω της βιαιότητας ή της απροσεξίας του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το άγριο λιοντάρι έκανε τους τουρίστες να τρομάξουν.
    • Η άγρια θάλασσα έσπαζε στα βράχια με μεγάλη δύναμη.
    • Έχει έναν άγριο τρόπο οδήγησης που τον κάνει επικίνδυνο.
    3