Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άγρια (επίθετο) - (παρόμοια:
άγριος
-
γρια
)
Συνώνυμα
αγριεμένος
ατίθασος
άμετρος
βάρβαρος
4
Αντώνυμα
ήμερος
εύκολος
πράος
μαλακός
4
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από έντονη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, χωρίς έλεγχο ή πειθαρχία.
Που δεν έχει εξημερωθεί ή δεν έχει υποταχθεί σε κανόνες ή συμβάσεις.
Που προκαλεί φόβο ή τρόμο λόγω της βιαιότητας ή της απροσεξίας του.
3
Παραδείγματα
Το άγριο λιοντάρι έκανε τους τουρίστες να τρομάξουν.
Η άγρια θάλασσα έσπαζε στα βράχια με μεγάλη δύναμη.
Έχει έναν άγριο τρόπο οδήγησης που τον κάνει επικίνδυνο.
3