Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άγριος (επίθετο) - (παρόμοια:
άγιος
-
άριος
-
άγρια
)
Συνώνυμα
άγριος
αγριεμένος
αγριωπός
άτακτος
4
Αντώνυμα
ήμερος
εύκολος
προσεγμένος
ευγενικός
4
Ορισμός
Που δεν έχει εξημερωθεί ή δεν έχει υποταχθεί στον άνθρωπο.
Που χαρακτηρίζεται από βία ή σκληρότητα.
Που δεν έχει επεξεργαστεί ή δεν έχει καλλιεργηθεί.
3
Παραδείγματα
Ο άγριος λύκος έτρεχε στο δάσος.
Η άγρια θάλασσα έκανε το ταξίδι επικίνδυνο.
Οι άγριες φυτείες καλύπτουν την περιοχή.
3