1. Λέξη
    άγριος (επίθετο) - (παρόμοια: άγιος - άριος - άγρια)
  2. Συνώνυμα
    • άγριος
    • αγριεμένος
    • αγριωπός
    • άτακτος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ήμερος
    • εύκολος
    • προσεγμένος
    • ευγενικός
    4
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει εξημερωθεί ή δεν έχει υποταχθεί στον άνθρωπο.
    • Που χαρακτηρίζεται από βία ή σκληρότητα.
    • Που δεν έχει επεξεργαστεί ή δεν έχει καλλιεργηθεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άγριος λύκος έτρεχε στο δάσος.
    • Η άγρια θάλασσα έκανε το ταξίδι επικίνδυνο.
    • Οι άγριες φυτείες καλύπτουν την περιοχή.
    3