1. Λέξη
    άλυτος (επίθετο) - (παρόμοια: παράλυτος - άλατος)
  2. Συνώνυμα
    • αδιάλυτος
    • ακατάλυτος
    • ανένδοτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • διάλυτος
    • κατάλυτος
    • εύλυτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να διαλυθεί ή να καταλυθεί.
    • Που είναι σταθερός, αμετάβλητος και ανένδοτος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δεσμός τους ήταν άλυτος παρά τις δυσκολίες.
    • Έδειξε άλυτη θέληση σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
    2