Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άλυτος (επίθετο) - (παρόμοια:
παράλυτος
-
άλατος
)
Συνώνυμα
αδιάλυτος
ακατάλυτος
ανένδοτος
3
Αντώνυμα
διάλυτος
κατάλυτος
εύλυτος
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να διαλυθεί ή να καταλυθεί.
Που είναι σταθερός, αμετάβλητος και ανένδοτος.
2
Παραδείγματα
Ο δεσμός τους ήταν άλυτος παρά τις δυσκολίες.
Έδειξε άλυτη θέληση σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
2