1. Λέξη
    παράλυτος (επίθετο) - (παρόμοια: παράλυση - παράλογος - άλυτος - παράλληλος)
  2. Συνώνυμα
    • ακίνητος
    • αδρανής
    • αδύναμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δραστήριος
    • ενεργητικός
    • δυνατός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει χάσει τη δυνατότητα να κινεί μέλη του σώματος λόγω βλάβης στο νευρικό σύστημα.
    • Που δεν μπορεί να κινηθεί ή να δράσει λόγω αδυναμίας ή άλλου εμποδίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς έμεινε παράλυτος μετά το εγκεφαλικό.
    • Ο φόβος την έκανε να νιώθει παράλυτη.
    2