Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άνεμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άνετος
-
άνεργος
-
άνεχτος
)
Συνώνυμα
αέρας
πνοή
ριπή
3
Αντώνυμα
γαλήνη
ηρεμία
2
Ορισμός
Η κίνηση του αέρα, ειδικά όταν είναι αντιληπτή ως ροή.
Μια ροή αέρα που δημιουργείται από φυσικές ή τεχνητές αιτίες.
2
Παραδείγματα
Ο άνεμος φυσούσε δυνατά και κλονίζει τα δέντρα.
Σήμερα ο άνεμος είναι τόσο δυνατός που σηκώνει την άμμο από την παραλία.
2