Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άνεργος (επίθετο) - (παρόμοια:
άνεμος
-
άνετος
)
Συνώνυμα
άπορος
αδρανής
απράγμων
3
Αντώνυμα
εργαζόμενος
δραστήριος
απασχολημένος
3
Ορισμός
Χωρίς εργασία ή απασχόληση.
Που δεν λειτουργεί ή δεν είναι ενεργός.
Που δεν κάνει τίποτα χρήσιμο ή παραγωγικό.
3
Παραδείγματα
Ο άνεργος άνδρας έψαχνε για δουλειά.
Η μηχανή παρέμεινε άνεργη για μήνες.
Έμεινε άνεργος όλη την ημέρα, χωρίς να κάνει τίποτα.
3