1. Λέξη
    άνεργος (επίθετο) - (παρόμοια: άνεμος - άνετος)
  2. Συνώνυμα
    • άπορος
    • αδρανής
    • απράγμων
    3
  3. Αντώνυμα
    • εργαζόμενος
    • δραστήριος
    • απασχολημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς εργασία ή απασχόληση.
    • Που δεν λειτουργεί ή δεν είναι ενεργός.
    • Που δεν κάνει τίποτα χρήσιμο ή παραγωγικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεργος άνδρας έψαχνε για δουλειά.
    • Η μηχανή παρέμεινε άνεργη για μήνες.
    • Έμεινε άνεργος όλη την ημέρα, χωρίς να κάνει τίποτα.
    3