1. Λέξη
    άπιαστος (επίθετο) - (παρόμοια: άπιστος - άπληστος)
  2. Συνώνυμα
    • ακατάδεκτος
    • ασυμβίβαστος
    • δύσκολος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευέλικτος
    • προσηνής
    • ευκολοπροσάρμοστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν δέχεται εύκολα τις απόψεις ή τις συμβουλές των άλλων.
    • Που δεν υποκύπτει εύκολα ή δεν προσαρμόζεται.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας μου είναι πολύ άπιαστος στις απόψεις του και δεν αλλάζει γνώμη εύκολα.
    • Η άπιαστη στάση του δυσκόλεψε τη συνεργασία στην ομάδα.
    2