1. Λέξη
    άπιστος (επίθετο) - (παρόμοια: άπιαστος - άριστος - άπληστος - έμπιστος - δύσπιστος - αξιόπιστος)
  2. Συνώνυμα
    • δυσπιστός
    • αμφίβολος
    • αναξιόπιστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πιστός
    • έμπιστος
    • αξιόπιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν πιστεύει εύκολα ή αρνείται να πιστέψει.
    • Που δεν είναι αξιόπιστος ή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
    • Σχετικός με την έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άπιστος φίλος δεν πίστεψε τα νέα που του έφεραν.
    • Η άπιστη συμπεριφορά του τον έκανε να χάσει πολλούς συντρόφους.
    • Με άπιστη ματιά παρακολουθούσε τις κινήσεις του.
    3