Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άπιστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπιαστος
-
άριστος
-
άπληστος
-
έμπιστος
-
δύσπιστος
-
αξιόπιστος
)
Συνώνυμα
δυσπιστός
αμφίβολος
αναξιόπιστος
3
Αντώνυμα
πιστός
έμπιστος
αξιόπιστος
3
Ορισμός
Που δεν πιστεύει εύκολα ή αρνείται να πιστέψει.
Που δεν είναι αξιόπιστος ή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Σχετικός με την έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης.
3
Παραδείγματα
Ο άπιστος φίλος δεν πίστεψε τα νέα που του έφεραν.
Η άπιστη συμπεριφορά του τον έκανε να χάσει πολλούς συντρόφους.
Με άπιστη ματιά παρακολουθούσε τις κινήσεις του.
3