1. Λέξη
    άπληστος (επίθετο) - (παρόμοια: άπλετος - άπιστος - άπιαστος - άχρηστος)
  2. Συνώνυμα
    • ακόρεστος
    • αχόρταγος
    • αδηφάγος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χορτασμένος
    • κορεσμένος
    • ικανοποιημένος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν μπορεί να χορταστεί ή να ικανοποιηθεί
    • που δείχνει αχόρταγη επιθυμία ή απληστία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άπληστος άνθρωπος ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος με αυτά που έχει.
    • Η άπληστη αγάπη για τον πλούτο τον οδήγησε σε μεγάλες απώλειες.
    2