Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άπληστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπλετος
-
άπιστος
-
άπιαστος
-
άχρηστος
)
Συνώνυμα
ακόρεστος
αχόρταγος
αδηφάγος
3
Αντώνυμα
χορτασμένος
κορεσμένος
ικανοποιημένος
3
Ορισμός
που δεν μπορεί να χορταστεί ή να ικανοποιηθεί
που δείχνει αχόρταγη επιθυμία ή απληστία
2
Παραδείγματα
Ο άπληστος άνθρωπος ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος με αυτά που έχει.
Η άπληστη αγάπη για τον πλούτο τον οδήγησε σε μεγάλες απώλειες.
2