Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άπλετος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπληστος
-
άνετος
)
Συνώνυμα
αμέτρητος
απέραντος
τεράστιος
3
Αντώνυμα
πεπερασμένος
ορισμένος
μικρός
3
Ορισμός
Πολύ μεγάλος σε μέγεθος ή ποσότητα, που δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα.
Που δεν έχει όρια ή περιορισμούς.
2
Παραδείγματα
Ο άπλετος ωκεανός έδειχνε να εκτείνεται ως τον ορίζοντα.
Η άπλετη φιλοξενία τους μας έκανε να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας.
2