1. Λέξη
    άπλετος (επίθετο) - (παρόμοια: άπληστος - άνετος)
  2. Συνώνυμα
    • αμέτρητος
    • απέραντος
    • τεράστιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεπερασμένος
    • ορισμένος
    • μικρός
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ μεγάλος σε μέγεθος ή ποσότητα, που δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα.
    • Που δεν έχει όρια ή περιορισμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άπλετος ωκεανός έδειχνε να εκτείνεται ως τον ορίζοντα.
    • Η άπλετη φιλοξενία τους μας έκανε να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας.
    2