Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άρτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκάρτος
-
άριστος
-
άρρωστος
)
Συνώνυμα
ψωμί
ζωμός
τροφή
3
Αντώνυμα
πείνα
ασιτία
2
Ορισμός
Ουσιαστικό που αναφέρεται σε ψωμί ή γενικότερα σε τροφή.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ψωμί, αλλά και μεταφορικά για την τροφή γενικότερα.
Στη χριστιανική παράδοση, συμβολίζει τον άρτο της Θείας Ευχαριστίας.
3
Παραδείγματα
Ο άρτος είναι βασικό συστατικό της διατροφής.
Στην Αγία Γραφή, ο άρτος συχνά συμβολίζει την πνευματική τροφή.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο άρτος για το ψωμί που τρώγανε καθημερινά.
3