1. Λέξη
    άρτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκάρτος - άριστος - άρρωστος)
  2. Συνώνυμα
    • ψωμί
    • ζωμός
    • τροφή
    3
  3. Αντώνυμα
    • πείνα
    • ασιτία
    2
  4. Ορισμός
    • Ουσιαστικό που αναφέρεται σε ψωμί ή γενικότερα σε τροφή.
    • Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ψωμί, αλλά και μεταφορικά για την τροφή γενικότερα.
    • Στη χριστιανική παράδοση, συμβολίζει τον άρτο της Θείας Ευχαριστίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άρτος είναι βασικό συστατικό της διατροφής.
    • Στην Αγία Γραφή, ο άρτος συχνά συμβολίζει την πνευματική τροφή.
    • Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο άρτος για το ψωμί που τρώγανε καθημερινά.
    3