1. Λέξη
    άσωτος (επίθετο) - (παρόμοια: άτρωτος - άσχετος)
  2. Συνώνυμα
    • ακόλαστος
    • ασελγής
    • ανήθικος
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνετός
    • μέτριος
    • σωφρονισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει πειθαρχία ή αυτοέλεγχο
    • που χαρακτηρίζεται από υπερβολές και ασέλγεια
    • που σχετίζεται με ανηθικότητα ή ακολασία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άσωτος τρόπος ζωής του τον οδήγησε σε οικονομική καταστροφή.
    • Τα άσωτα πάρτι τους έγιναν θρύλος στην περιοχή.
    2