Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άσωτος (επίθετο) - (παρόμοια:
άτρωτος
-
άσχετος
)
Συνώνυμα
ακόλαστος
ασελγής
ανήθικος
3
Αντώνυμα
συνετός
μέτριος
σωφρονισμένος
3
Ορισμός
που δεν έχει πειθαρχία ή αυτοέλεγχο
που χαρακτηρίζεται από υπερβολές και ασέλγεια
που σχετίζεται με ανηθικότητα ή ακολασία
3
Παραδείγματα
Ο άσωτος τρόπος ζωής του τον οδήγησε σε οικονομική καταστροφή.
Τα άσωτα πάρτι τους έγιναν θρύλος στην περιοχή.
2