1. Λέξη
    άτρωτος (επίθετο) - (παρόμοια: άτρομητος - άσωτος)
  2. Συνώνυμα
    • απόρθητος
    • ακαταμάχητος
    • απροσπέλαστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • τρωτός
    • ευάλωτος
    • επιρρεπής
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να τραυματιστεί ή να καταστραφεί.
    • Που είναι απρόσβλητος ή ανίκητος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κάστρο ήταν άτρωτο απέναντι στις επιθέσεις των εχθρών.
    • Η ομάδα τους ήταν άτρωτη φέτος, χωρίς καμία ήττα.
    2