Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άτρωτος (επίθετο) - (παρόμοια:
άτρομητος
-
άσωτος
)
Συνώνυμα
απόρθητος
ακαταμάχητος
απροσπέλαστος
3
Αντώνυμα
τρωτός
ευάλωτος
επιρρεπής
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να τραυματιστεί ή να καταστραφεί.
Που είναι απρόσβλητος ή ανίκητος.
2
Παραδείγματα
Το κάστρο ήταν άτρωτο απέναντι στις επιθέσεις των εχθρών.
Η ομάδα τους ήταν άτρωτη φέτος, χωρίς καμία ήττα.
2