Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έπομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
βλέπομαι
-
ντρέπομαι
-
έλκομαι
-
έρχομαι
-
προβλέπομαι
)
Συνώνυμα
ακολουθώ
παρακολουθώ
αποκολουθώ
3
Αντώνυμα
προηγούμαι
ηγούμαι
οδηγώ
3
Ορισμός
Να πηγαίνω ή να κινούμαι πίσω από κάποιον ή κάτι.
Να συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τις οδηγίες ή τα πρότυπα κάποιου.
Να ασχολούμαι με κάτι ή να τον ακολουθώ πνευματικά.
3
Παραδείγματα
Ο μικρός αδελφός μου έπεται πάντα πίσω μου όταν πάμε σχολείο.
Οι μαθητές έπρεπε να έπονται τις οδηγίες του δασκάλου.
Έπομαι με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην τεχνολογία.
3