1. Λέξη
    έπομαι (ρήμα) - (παρόμοια: βλέπομαι - ντρέπομαι - έλκομαι - έρχομαι - προβλέπομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ακολουθώ
    • παρακολουθώ
    • αποκολουθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • προηγούμαι
    • ηγούμαι
    • οδηγώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να πηγαίνω ή να κινούμαι πίσω από κάποιον ή κάτι.
    • Να συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τις οδηγίες ή τα πρότυπα κάποιου.
    • Να ασχολούμαι με κάτι ή να τον ακολουθώ πνευματικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μικρός αδελφός μου έπεται πάντα πίσω μου όταν πάμε σχολείο.
    • Οι μαθητές έπρεπε να έπονται τις οδηγίες του δασκάλου.
    • Έπομαι με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην τεχνολογία.
    3