1. Λέξη
    έμπιστος (επίθετο) - (παρόμοια: άπιστος - δύσπιστος)
  2. Συνώνυμα
    • αξιόπιστος
    • εμπιστεύσιμος
    • πιστός
    3
  3. Αντώνυμα
    • άπιστος
    • αναξιόπιστος
    • ύποπτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, που είναι αξιόπιστος.
    • Που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι ένας έμπιστος φίλος που μπορείς να βασιστείς πάνω του.
    • Η εταιρεία αναζητά έμπιστους συνεργάτες για μακροπρόθεσμη συνεργασία.
    2