Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έμπιστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπιστος
-
δύσπιστος
)
Συνώνυμα
αξιόπιστος
εμπιστεύσιμος
πιστός
3
Αντώνυμα
άπιστος
αναξιόπιστος
ύποπτος
3
Ορισμός
Που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, που είναι αξιόπιστος.
Που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι ένας έμπιστος φίλος που μπορείς να βασιστείς πάνω του.
Η εταιρεία αναζητά έμπιστους συνεργάτες για μακροπρόθεσμη συνεργασία.
2