Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δύσπιστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άπιστος
-
έμπιστος
)
Συνώνυμα
απιστόρητος
δυσπιστία
δυσπιστικός
3
Αντώνυμα
έμπιστος
πιστός
αξιόπιστος
3
Ορισμός
Που δεν εμπιστεύεται εύκολα τους άλλους.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης.
2
Παραδείγματα
Ο δυσπιστος άνθρωπος δυσκολεύεται να κάνει νέες φιλίες.
Η δυσπιστη στάση του τον έκανε να απορρίψει την πρόταση.
2