Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένοικος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ένορκος
-
ένοχος
)
Συνώνυμα
ενοικιαστής
μισθωτής
2
Αντώνυμα
ιδιοκτήτης
σπιτονοικοκύρης
2
Ορισμός
Πρόσωπο που κατοικεί σε έναν χώρο με ενοίκιο.
Ατομο που πληρώνει ενοίκιο για να χρησιμοποιεί ένα ακίνητο.
2
Παραδείγματα
Ο ένοικος πλήρωσε το ενοίκιο έγκαιρα.
Ο νέος ένοικος μετακόμισε στο διαμέρισμα χθες.
2