Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έφοδος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έφορος
-
έξοδος
)
Συνώνυμα
επιδρομή
εισβολή
προσβολή
3
Αντώνυμα
υπεράσπιση
άμυνα
αναχώρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του εφόδου, δηλαδή η αιφνιδιαστική και βίαιη επίθεση.
Η κίνηση μιας στρατιωτικής μονάδας προς τον εχθρό.
Μεταφορικά, η έντονη και συχνά επιθετική προσέγγιση ενός θέματος.
3
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες προετοιμάστηκαν για την έφοδο κατά του εχθρού.
Η έφοδος των δημοσιογράφων έκανε τον πολιτικό να αισθανθεί άβολα.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η έφοδος των επιχειρημάτων του ήταν αδιάκοπη.
3