1. Λέξη
    έφορος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έφοδος - έμπορος)
  2. Συνώνυμα
    • επιθεωρητής
    • επόπτης
    • ελεγκτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπάλληλος
    • υποτελής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που επιβλέπει ή ελέγχει μια οργάνωση, δραστηριότητα ή ομάδα ατόμων.
    • Αξιωματούχος που έχει την ευθύνη της επίβλεψης σε συγκεκριμένο τομέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο έφορος της τράπεζας ελέγχει τα οικονομικά στοιχεία.
    • Ο έφορος της εκλογικής διαδικασίας εξασφάλιζε τη διαφάνεια.
    2