Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
έφορος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έφοδος
-
έμπορος
)
Συνώνυμα
επιθεωρητής
επόπτης
ελεγκτής
3
Αντώνυμα
υπάλληλος
υποτελής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που επιβλέπει ή ελέγχει μια οργάνωση, δραστηριότητα ή ομάδα ατόμων.
Αξιωματούχος που έχει την ευθύνη της επίβλεψης σε συγκεκριμένο τομέα.
2
Παραδείγματα
Ο έφορος της τράπεζας ελέγχει τα οικονομικά στοιχεία.
Ο έφορος της εκλογικής διαδικασίας εξασφάλιζε τη διαφάνεια.
2