Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ήσυχα (επίρρημα) - (παρόμοια:
ήσυχος
-
ανήσυχα
)
Συνώνυμα
ήρεμα
αθόρυβα
σιωπηλά
3
Αντώνυμα
θορυβωδώς
δυνατά
φωναχτά
3
Ορισμός
Χωρίς θόρυβο ή αναστάτωση.
Με τρόπο που δεν προκαλεί προσοχή ή διαταραχή.
2
Παραδείγματα
Μίλησε ήσυχα για να μην ξυπνήσει το μωρό.
Οι φοιτητές δούλεψαν ήσυχα στη βιβλιοθήκη.
2