Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ήσυχος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανήσυχος
-
ήσυχα
)
Συνώνυμα
γαλήνιος
ατάραχος
ήρεμος
3
Αντώνυμα
θορυβώδης
ανήσυχος
ταραγμένος
3
Ορισμός
Χαρακτηριστικό κάποιου ή κάτι που δεν παρουσιάζει αναστάτωση ή θόρυβο.
Που δεν ενοχλείται ή δεν προκαλεί αναστάτωση.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παραμείνουν ήσυχοι κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Η θάλασσα ήταν απόλυτα ήσυχη σήμερα το πρωί.
2