1. Λέξη
    ήσυχος (επίθετο) - (παρόμοια: ανήσυχος - ήσυχα)
  2. Συνώνυμα
    • γαλήνιος
    • ατάραχος
    • ήρεμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • θορυβώδης
    • ανήσυχος
    • ταραγμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Χαρακτηριστικό κάποιου ή κάτι που δεν παρουσιάζει αναστάτωση ή θόρυβο.
    • Που δεν ενοχλείται ή δεν προκαλεί αναστάτωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παραμείνουν ήσυχοι κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
    • Η θάλασσα ήταν απόλυτα ήσυχη σήμερα το πρωί.
    2