1. Λέξη
    ανήσυχα (επίρρημα) - (παρόμοια: ανήσυχος - ήσυχα)
  2. Συνώνυμα
    • αγχωδώς
    • τεταμένα
    • νευρικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμα
    • χαλαρά
    • αβίαστα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει ένταση, ανησυχία ή έλλειψη ηρεμίας.
    • Χωρίς ησυχία, με αναστάτωση ή ανασφάλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Περπατούσε ανήσυχα πέρα δώθε στο δωμάτιο.
    • Το παιδί κοίταζε ανήσυχα προς την πόρτα, περιμένοντας τους γονείς του.
    2