Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανήσυχα (επίρρημα) - (παρόμοια:
ανήσυχος
-
ήσυχα
)
Συνώνυμα
αγχωδώς
τεταμένα
νευρικά
3
Αντώνυμα
ήρεμα
χαλαρά
αβίαστα
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει ένταση, ανησυχία ή έλλειψη ηρεμίας.
Χωρίς ησυχία, με αναστάτωση ή ανασφάλεια.
2
Παραδείγματα
Περπατούσε ανήσυχα πέρα δώθε στο δωμάτιο.
Το παιδί κοίταζε ανήσυχα προς την πόρτα, περιμένοντας τους γονείς του.
2