Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανήσυχος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανήσυχα
-
ήσυχος
)
Συνώνυμα
ανησυχητικός
ανήσυχος
ανήσυχος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
ατάραχος
3
Ορισμός
Που δείχνει ή προκαλεί ανησυχία.
Που δεν είναι ήρεμος ή χαλαρός.
2
Παραδείγματα
Ήταν πολύ ανήσυχος για την εξέτασή του.
Ο ανήσυχος άνεμος έκανε τα κύματα να γίνουν μεγαλύτερα.
2