Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ίσος (επίθετο) - (παρόμοια:
ίσσος
-
ίσιος
-
μίσος
)
Συνώνυμα
ομοίος
ταυτόσημος
ισότιμος
3
Αντώνυμα
άνισος
διαφορετικός
ανόμοιος
3
Ορισμός
Που έχει την ίδια ποσότητα, μέγεθος, αξία ή ιδιότητα με κάτι άλλο.
Που δεν παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Οι δύο φίλοι είναι ίσοι σε ηλικία.
Η απόδοση των δύο ομάδων ήταν ίση.
2