Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγλικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αγγελικός
-
αγγλικά
-
αγροτικός
-
αγχωτικός
)
Συνώνυμα
αγγλόφωνος
αγγλοσαξονικός
2
Αντώνυμα
ελληνικός
ξένος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την Αγγλία ή τους κατοίκους της
που ανήκει ή χαρακτηρίζει την αγγλική γλώσσα ή πολιτισμό
2
Παραδείγματα
Η αγγλική γλώσσα διδάσκεται σε πολλά σχολεία παγκοσμίως.
Οι αγγλικές παραδόσεις διαφέρουν από τις ελληνικές.
2