Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγγελικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αγγελική
-
αγγλικός
-
αγγελία
-
τελικός
-
αγγελιαφόρος
-
αγγελιοφόρος
)
Συνώνυμα
ουράνιος
θεϊκός
παραδεισένιος
3
Αντώνυμα
δαιμονικός
κακόβουλος
χθόνιος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τους αγγέλους ή μοιάζει με αυτούς
που έχει θεϊκή ή υπερφυσική ομορφιά και αγνότητα
2
Παραδείγματα
Η φωνή της ήταν τόσο αγγελική που μας συγκίνησε όλους.
Ένα αγγελικό χαμόγελο διακόσμησε το πρόσωπό της.
2