Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγχωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ψυχωτικός
-
αγροτικός
-
ζωτικός
-
αστικός
-
αγωνιστικός
-
εξωτικός
-
ερωτικός
-
αρκτικός
-
αγγλικός
)
Συνώνυμα
αγχωτικός
αγχώδης
τεντωμένος
ανήσυχος
4
Αντώνυμα
χαλαρός
ήρεμος
αναίσθητος
αμέριμνος
4
Ορισμός
Που προκαλεί άγχος ή ένταση.
Που χαρακτηρίζεται από άγχος ή ένταση.
2
Παραδείγματα
Η εξέταση ήταν μια αγχωτική εμπειρία.
Ο αγχωτικός ρυθμός ζωής μπορεί να επηρεάσει την υγεία.
2