Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγιότατος (επίθετο) - (παρόμοια:
παναγιότατος
-
αγιότητα
-
ανώτατος
)
Συνώνυμα
ιερότατος
θεόπνευστος
θείοτατος
3
Αντώνυμα
βέβηλος
κοσμικός
ασεβής
3
Ορισμός
Επίθετο που δηλώνει το υπέρτατο βαθμό αγιότητας.
Χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον που θεωρείται ιδιαίτερα ιερός ή θεϊκός.
2
Παραδείγματα
Ο αγιότατος πατριάρχης ευλόγησε τους πιστούς.
Το αγιότατο Ευαγγέλιο διαβάστηκε στη λειτουργία.
2