1. Λέξη
    αγιότατος (επίθετο) - (παρόμοια: παναγιότατος - αγιότητα - ανώτατος)
  2. Συνώνυμα
    • ιερότατος
    • θεόπνευστος
    • θείοτατος
    3
  3. Αντώνυμα
    • βέβηλος
    • κοσμικός
    • ασεβής
    3
  4. Ορισμός
    • Επίθετο που δηλώνει το υπέρτατο βαθμό αγιότητας.
    • Χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον που θεωρείται ιδιαίτερα ιερός ή θεϊκός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγιότατος πατριάρχης ευλόγησε τους πιστούς.
    • Το αγιότατο Ευαγγέλιο διαβάστηκε στη λειτουργία.
    2