1. Συνώνυμα
    • ιερότητα
    • αγιασμός
    • θειότητα
    3
  2. Αντώνυμα
    • βεβήλωση
    • ασέβεια
    • βλασφημία
    3
  3. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του αγίου, η κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι άγιο.
    • Η ηθική και πνευματική τελειότητα που χαρακτηρίζει έναν άγιο.
    • Το θεϊκό χαρακτηριστικό που αποδίδει σε κάποιον ή κάτι ιερότητα και σεβασμό.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η αγιότητα του μοναχού αναγνωρίστηκε από όλη την εκκλησία.
    • Το μοναστήρι διατηρεί μια ατμόσφαιρα αγιότητας και ησυχίας.
    • Η αγιότητα της ζωής του τον έκανε πρότυπο για πολλούς.
    3