Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγριότητα
-
αγνότητα
-
αθλιότητα
-
αιωνιότητα
-
αρχαιότητα
-
αβεβαιότητα
-
αρμοδιότητα
-
ακεραιότητα
-
ιδιότητα
-
απλότητα
-
ποιότητα
-
αθωότητα
-
αναγκαιότητα
-
τιμιότητα
-
βιαιότητα
-
κυριότητα
-
ομοιότητα
-
δεξιότητα
-
αγιότατος
)
Συνώνυμα
ιερότητα
αγιασμός
θειότητα
3
Αντώνυμα
βεβήλωση
ασέβεια
βλασφημία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του αγίου, η κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι άγιο.
Η ηθική και πνευματική τελειότητα που χαρακτηρίζει έναν άγιο.
Το θεϊκό χαρακτηριστικό που αποδίδει σε κάποιον ή κάτι ιερότητα και σεβασμό.
3
Παραδείγματα
Η αγιότητα του μοναχού αναγνωρίστηκε από όλη την εκκλησία.
Το μοναστήρι διατηρεί μια ατμόσφαιρα αγιότητας και ησυχίας.
Η αγιότητα της ζωής του τον έκανε πρότυπο για πολλούς.
3