Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγκαλιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγκαλιά
-
αγκαλιάσω
-
αγκαλιάζομαι
-
αγιάζω
)
Συνώνυμα
σφίγγω
περιβάλλω
αγκαλιάζομαι
3
Αντώνυμα
απωθώ
διώχνω
απομακρύνω
3
Ορισμός
Κρατώ κάποιον στα χέρια μου με στοργή ή αγάπη.
Περικλείω κάτι με τα χέρια μου.
Μεταφορικά, δέχομαι με ενθουσιασμό μια ιδέα ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Η μητέρα αγκάλιασε το παιδί της όταν επέστρεψε από το σχολείο.
Ο παππούς αγκάλιασε τον εγγονό του με δάκρυα στα μάτια.
Αγκάλιασε τη νέα του δουλειά με μεγάλο ενθουσιασμό.
3