Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγοράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγορά
-
αγοράζω
-
αγοράσω
-
αγοράσουν
-
αεράκι
-
κοράκι
-
αγοράζομαι
)
Συνώνυμα
μικρό αγόρι
παιδάκι
νεαρός
3
Αντώνυμα
μεγάλος
γέροντας
ενήλικας
3
Ορισμός
Μικρό αγόρι, συνήθως σε νεαρή ηλικία.
Παιδί αρσενικού γένους που βρίσκεται στις πρώτες ηλικίες της ζωής του.
2
Παραδείγματα
Το αγοράκι έπαιζε στο πάρκο με τους φίλους του.
Το αγοράκι ήταν πολύ χαρούμενο όταν του αγόρασαν το καινούριο ποδήλατο.
2