Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγοράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγορά
-
εξαγοράζω
-
αγοράζομαι
-
αγοράκι
-
αγοράσω
-
αράζω
-
αγοράσουν
-
αγιάζω
)
Συνώνυμα
αναλαμβάνω
προμηθεύομαι
κάνω αγορές
3
Αντώνυμα
πουλάω
ξεπουλάω
προσφέρω
3
Ορισμός
Να αποκτώ κάτι με αντάλλαγμα χρήματα ή άλλη αξία.
Να κάνω συναλλαγή για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα ένα νέο βιβλίο από την βιβλιοθήκη.
Θα αγοράσω φρούτα από την αγορά.
2