1. Λέξη
    αηδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αγιάζω - αιφνιδιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • σιχαίνομαι
    • αποστρέφομαι
    • απεχθάνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγαπώ
    • ευχαριστιέμαι
    • εκτιμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη απέχθεια ή αποστροφή για κάτι ή κάποιον.
    • Νιώθω φυσική ή ηθική αηδία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αηδιάζω με την ιδέα να φάω αυτό το φαγητό.
    • Αηδίασα όταν άκουσα για την απάνθρωπη πράξη του.
    2