Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αηδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγιάζω
-
αιφνιδιάζω
)
Συνώνυμα
σιχαίνομαι
αποστρέφομαι
απεχθάνομαι
3
Αντώνυμα
αγαπώ
ευχαριστιέμαι
εκτιμώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη απέχθεια ή αποστροφή για κάτι ή κάποιον.
Νιώθω φυσική ή ηθική αηδία.
2
Παραδείγματα
Αηδιάζω με την ιδέα να φάω αυτό το φαγητό.
Αηδίασα όταν άκουσα για την απάνθρωπη πράξη του.
2